- ἠμύναθον
- ἠμύ̱ναθον , ἀμυνάθωdefendaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)ἠμύ̱ναθον , ἀμυνάθωdefendaor ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμυνάθω — ἀμυνάθω (Α) Ι. ενεργ. υπερασπίζω, βοηθώ ΙΙ. μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω επίθεση 2. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. τού ρ. ἀμύνω. Οπωσδήποτε αυτός και οι… … Dictionary of Greek